ΟΙ
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ
Αν
και δημιουργήθηκε για μία κοινωνία με την Αγία Τριάδα, αν και κλήθηκε
να προκόψει με αγάπη από τη θεϊκή εικόνα στη θεϊκή ομοιότητα, ο
άνθρωπος διάλεξε αντί γι' αυτό ένα μονοπάτι που δεν οδηγούσε ψηλά αλλά
χαμηλά. Απέρριψε τη θεϊκή σχέση. Δημιούργησε διάσπαση με τον εαυτό
του, διάσπαση μεταξύ του εαυτού του και των άλλων ανθρώπων, μεταξύ
αυτού και του φυσικού κόσμου.
Ενώ ο Θεός του εμπιστεύτηκε το δώρο της ελευθερίας, αυτός αρνήθηκε
συστηματικά την ελευθερία στους συνανθρώπους του. Aν και
ευλογήθηκε με τη δύναμη να μεταμορφώνει τον κόσμο και να του χαρίζει
καινούργιο νόημα, έκανε κακή χρήση αυτής της δύναμης για να φτιάξει
όργανα ασχήμιας και καταστροφής. Οι συνέπειες αυτής της κακής
χρήσης, ιδιαίτερα από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, έχοuν
γίνει τώρα φρικιαστικά φανερές με τη ραγδαία ρύπανση του
περιβάλλοντος.
Το «προπατορικό αμάρτημα» του ανθρώπου, ήταν η στροφή του από το
θεοκεντρισμό στον εγωκεντρισμό. Άρχισε να μεταχειρίζεται τον
κόσμο σαν ιδιοκτησία του, τον οποίο μπορούσε να επωφελείται, να
εκμεταλλεύεται και να ρημάζει.
Έτσι δεν έβλεπε πια τ' άλλα πρόσωπα και πράγματα όπως είναι πράγματι
μέσα τους και μέσα στο Θεό, άλλά τα έβλεπε μόνον σαν τα μέσα
ευχαρίστησης και της ικανοποίησης του.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι πιάστηκε στο φαύλο κύκλο της δικής του
ακολασίας, που γινόταν όλο και πιο αχόρταγη όσο την ικανοποιούσε. 0
κόσμος έπαψε να είναι διάφανος -ένα παράθυρο απ' όπου αντίκριζε το Θεό
κι έγινε σκοτεινός κι άρχισε να υπόκειται στη φθορά και στο θάνατο
αφού αποκόπηκε από τη μόνη πηγή ζωής, τον ίδιο το Θεό.
Τ' αποτελέσματα της πτώσης του ανθρώπου ήταν και φυσικά και ηθικά. Οι
άνθρωποι άρχισαν να υπόκεινται στον πόνο και στην αρρώστια, στην
αδυναμία και στη σωματική αποσύνθεση της γεροντικής ηλικίας.
Όμως τίποτε απ' αυτά, όπως και ο χωρισμός ψυχής και σώματος με το
φυσικό θάνατο, δεν ήταν μέρος του αρχικού σχεδίου του Θεού για την
ανθρωπότητα.
Ο φυσικός θάνατος θα έπρεπε να ιδωθεί, όχι αρχικά σαν τιμωρία, άλλά
σαν μέσο ανακουφιστικό, δοσμένο από ένα Θεό που αγαπάει. Μέσα στο
έλεός του ο Θεός δεν θέλησε να συνεχίσουν να ζουν οι άνθρωποι
απεριόριστα μέσα σ' ένα πεπτωκότα κόσμο, δεμένο για πάντα στο φαύλο
κύκλο των δικών τους επινοημάτων, κι έτσι έδωσε έναν τρόπο φυγής.
Γιατί ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής αλλά η αρχή της ανανέωσής
της. Αποβλέπουμε, πέρα από το φυσικό θάνατο, στη μελλοντική
επανασύνδεση σώματος και ψυχής στην καθολική ανάσταση την Έσχατη
ημέρα.
Στο ηθικό επίπεδο, σαν συνέπεια της πτώσης, οι άνθρωποι
απογοητεύονται, πλήττουν, καταθλίβονται. Η δουλειά που προοριζόταν να
είναι πηγή χαράς για τον άνθρωπο κι ένα μέσο επικοινωνίας με το Θεό,
έπρεπε τώρα να γίνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος απρόθυμα. Και δεν ήταν
μόνον αυτά. 0 άνθρωπος έχει υποστεί εσωτερική αλλοτρίωση. καθώς η
θέλησή του αδυνάτισε κι ο ίδιος διασπάστηκε με τον εαυτό του, έγινε ο
εχθρός και ο δήμιος του ίδιου του του εαυτού.
Ο απ. Παύλος λέει ότι, πάρα πολύ συχνά, βρίσκουμε τους εαυτούς μας
ηθικά παραλυμένους, ειλικρινά επιθυμούμε να διαλέξουμε το καλό, αλλά
βρισκόμαστε αιχμαλωτισμένοι σε μία κατάσταση όπου όλες οι επιλογές μας
καταλήγουν στο κακό. Και Ο καθένας μας ξέρει από προσωπική πείρα τι
ακριβώς εννοεί ο απ. Παύλος.
Η Ορθόδοξη παράδοση, χωρίς να υποτιμά τ' αποτελέσματα της πτώσης, δεν
πιστεύει παρ' όλ' αυτά ότι η πτώση είχε σαν αποτέλεσμα μίαν «ολική
διαφθορά». Η θεϊκή εικόνα μέσα στον άνθρωπο είχε κρυφτεί, αλλά δεν
είχε εξαφανιστεί. Η ελεύθερη εκλογή του έχει περιοριστεί στην εξάσκησή
της αλλά δεν έχει καταστραφεί. Έστω και μέσα σ' ένα κόσμο πεπτωκότα ο
άνθρωπος διατηρεί ακόμη κάποια γνώση του Θεού και με τη θεία χάρη
μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του.
Αυτό που
χρειάζεται είναι είναι η δική μας προαίρεση η ελεύθερη δική μας
συγκατάβαση στη θεία χάρη.
Δεν υπάρχει άλλος
τρόπος να σωθούμε
παρά μέσω του διπλανού
μας.
«Εμείς που πιστεύουμε, πρέπει να
θεωρούμε όλους τους πιστούς σαν ένα μόνο πρόσωπο…και θάπρεπε να
είμαστε έτοιμοι να δώσουμε και τη ζωή μας για χάρη του διπλανού μας».
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθούμε παρά μέσω του διπλανού μας.
Αυτό είναι καθαρότητα καρδιάς: όταν βλέπεις τον αμαρτωλό ή τον
άρρωστο, να νιώθεις συμπόνια γι’ αυτούς και να τους δείχνεις
τρυφερότητα».
«Οι γέροντες συνήθιζαν να λένε ότι θάπρεπε ο καθένας μας να
παρατηρεί τις εμπειρίες του διπλανού του σαν να ήταν δικές του Θάπρεπε
να υποφέρουμε μαζί με το διπλανό μας στο κάθε τι και να κλαίμε μαζί
του, και να συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε μέσα στο σώμα του κι αν
τον βρει κάποια στεναχώρια, θάπρεπε να νιώθουμε τόση θλίψη, όση θα
νοιώθαμε για τον εαυτό μας»
(Αποφθέγματα των Πατέρων
της Ερήμου).
«Κύριε, πιστεύω, βοήθει
μου τη απιστία»
Ίσως υπάρχουν μερικοί που με τη χάρη του θεού κρατούν σ’όλη τους
τη ζωή την πίστη ενός μικρού παιδιού, που τους δίνει την ικανότητα να
δέχονται ανερώτητα όλ’ αυτά που έχουν διδαχθεί. Για τους
περισσότερους όμως, σήμερα μια τέτοια διάθεση απλώς δεν είναι δυνατή.
Πρέπει να οικειοποιηθούμε την κραυγή, «Κύριε, πιστεύω, βοήθει μου
τη απιστία» (Μαρκ. 9,24).
Για πολλούς από μας αυτή θα παραμείνει η διαρκής μας προσευχή ως
αυτές τις πύλες του θανάτου. Κι όμως η αμφιβολία καθαυτή δεν δείχνει
έλλειψη πίστης. Ίσως σημαίνει το αντίθετο - ότι η πίστη
μας είναι ζωντανή και αυξανόμενη. Γιατί η πίστη δεν συνεπάγεται
μακαριότητα αλλά ριψοκινδύνεμα, όχι απομόνωση από το άγνωστο
αλλά πορεία άφοβη για να το συναντήσουμε. Η πράξη της πίστης
είναι ένας ασταμάτητος διάλογος με την αμφιβολία. Η πίστη τελικά είναι
μια πηγή αμφιβολίας και πάλης πριν γίνει μια πηγή σιγουριάς και
γαλήνης.
Κάλλιστος Wear