ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

  Πηγή Ζωής

ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 132 - 27 ΜΑΙΟΥ 2007

ΙΕΡΟΣ  ΝΑΟΣ 

ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΒΑΡΕΙΑΣ

 

 

 

ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ



Η Πεντηκοστή, ιστορικά, είναι γενέθλια μέρα της αγίας Εκκλησίας μας, ονομάζεται «εορτή εορτών και πανήγυρις πανηγύρεων», ή «μητρόπολις των εορτών», κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Κατά τον άγιο Κοσμά το μελωδό, γίνεται «επαγγελίας συμπλήρωσις και προθεσμίας». Οι επαγγελίες αυτές φέρνονταν στα φλογερά στόματα των Προφητών από χρόνους παμπάλαιους και κρατούσαν άσβηστη τη δίψα και την προσδοκία των πιστών. Ιδού μερικές χαρακτηριστικές φωνές από την Παλαιά Διαθήκη: «Εκχεώ από του πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα», λέγει ο προφήτης Ίωήλ. «Ούκ εσται ο έπακούων αυτών, εάν μη εγώ εμπλήσω ισχύν εκ Πνεύματος Αγίου», βροντοφωνεί ο προφήτης Μιχαίας. «Διά τον φόβον σου, Κύριε, σημειώνει ο προφήτης Ησαΐας, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν Πνεύμα σωτηρίας Σου εποιήσαμεν επί της γης». Ενώ ο προφητάναξ Δαβίδ, στον Ν' ψαλμό, παρακαλεί το Θεό: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» και λίγο πιο κάτω: «Και το Πνεύμα Σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού».


Αλλά και στην Καινή Διαθήκη γίνεται συχνά λόγος γι’ αυτήν την επαγγελία, την υπόσχεση του Θεού, πως θα μας στείλει το Πνεύμα το Άγιον. Συγκλονιστική, πραγματικά, είναι η υπόσχεση που δίνει ο Χριστός στους μαθητές του. Τους λέγει, πως δεν θα τους αφήσει ορφανούς και πως πρέπει οπωσδήποτε να «απέλθη»: «Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ έλεύσεται προς υμάς» (Ίωάν. ιστ' 7). «Και εγώ ερωτήσω (δηλ. θα παρακαλέσω) τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ίωάν. ιδ' 16). Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός» (Ίωάν. ιε' 26). «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του Πατρός μου εφ’ υμάς» (Λουκ. κδ' 49). Αυτής της «επαγγελίας και προθεσμίας η συμπλήρωσις» έγινε την ημέρα της αγίας Πεντηκοστής, με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στο υπερώο, όπου ήσαν μαζεμένοι «ομοθυμαδόν» οι άγιοι Απόστολοι.


Όταν μερικοί απ’ το λαό της Ιουδαίας ρώτησαν τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, μήπως ήταν αυτός ο Χριστός που προσδοκούσαν, εκείνος τους απάντησε: «εγώ μεν ύδατι βαπτίζω υμάς, έρχεται δε ο ισχυρότερος μου ος ουκ ειμί ικανός λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού' αυτός υμάς βαπτίσει εν Πνεύματι Αγίω και πυρί» (Λουκ. γ' 16). Και το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος το άρχισε ο Χριστός και το δίδαξε και στους Μαθητές του. Αλλά το βάπτισμα του πυρός ήρθε τώρα, με την αγία Πεντηκοστή.


Κι ενώ οι Εβραίοι γιόρταζαν την Πεντηκοστή, γιατί πενήντα μέρες ύστερα από το Πάσχα τους δόθηκε ο Μωσαϊκός Νόμος, εμείς γιορτάζουμε πενήντα μέρες ύστερα από την Ανάσταση του Χριστού, το βάπτισμα του πυρός, που έλαβε η νεογέννητη Εκκλησία, με την «γλωσσοπυρσόμορφον» κάθοδο του Αγ. Πνεύματος, το οποίον αρχίζει έτσι το «τελειωτικόν» έργο του απ’ το υπερώο των Αποστόλων. Ο Παράκλητος, δηλ. το Άγιο Πνεύμα, που κάθησε με την επιφοίτησή του στα κεφάλια των Αποστόλων, «εν είδει πύρινων γλωσσών», τους παρηγορεί, τους στηρίζει, τους ενισχύει, τους φωτίζει, τους καθαρίζει από κάθε αμαρτία, δυναμώνει τη βούληση τους και φλογίζει την πίστη τους προς την ομολογία και το μαρτύριο. Και ήταν τότε, ο φωτισμός και η θεία φρυκτωρία του Πνεύματος, που άνοιξε τα στόματα των αγίων Αποστόλων, να μιλούν τη μέρα της Πεντηκοστής και ν’ ακούουν τα ετερόκλητα πλήθη της πανσπερμίας των πανη-γυριστών, «έκαστος τη ιδία διαλέκτω». Αυτό το Πυρ της Πεντηκοστής δυνάμωσε τον άγιο Πέτρο να επιστρέψει στο Χριστό, με το πρώτο κήρυγμα του κιόλας, τρεις χιλιάδες κόσμο. Αυτό το άγιον Πυρ έκαψε, με την εξάπλωση της διδασκαλίας του Ευαγγελίου, όλες τις μηχανές της σατανικής ειδωλολατρίας. Αυτό το θείον Πυρ άναψε τις καρδιές των Αποστόλων, που άλλο πια δεν ήθελαν να ξέρουν, παρά πως να το μεταδώσουν, με το λόγο του Χριστού, σ’ όλη την οικουμένη.


Αυτό το πυρ του «χωνευτηρίου» (Μαλαχ. γ' 2) το «καταναλίσκον» τη μοχθηρία των κακών και πονηρών και «φωτίζον τους Αποστόλους», μας δείχνει την φύση και την ενέργεια του Θεού, κατά την έκφραση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας: «εν είδει του πυρός η θεία τε και απόρρητος εικάζεται φύσις». Αυτό το φως κι αυτή τη φωτιά της αγίας Πεντηκοστής πήραν σαν αναστάσιμες λαμπάδες οι άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι τα έδωκαν στους διαδόχους που χειροτόνησαν, εκείνοι στους άλλους διαδόχους τους, κι έτσι το πυρ και το φως της αγίας Πεντηκοστής φτάνει μέχρι τις μέρες μας: στους Ποιμένας, που κρατούν τις λαμπάδες που άναψαν απ’ τους διαδόχους των Αποστόλων και στους πιστούς, που ακολουθούν την παράδοση της Εκκλησίας, η οποία συνδέει τους ποιμένες και διδασκάλους της. Αυτά τα τελευταία λόγια του αγίου Γρηγορίου ζεσταίνουν την εμπιστοσύνη του ποιμνίου προς τους πνευματικούς Ποιμένας —διαδόχους των Αποστόλων και τύπους του Μεγάλου Αρχιερέως— αλλά φωτίζουν και τις μεγάλες υποχρεώσεις των Ποιμένων προς τις ψυχές του ποιμνίου τους, που η σωτηρία τους κρέμεται απ’ το πετραχήλι των ποιμένων, όπου τα κρόσσια συμβολίζουν τις ψυχές των λογικών προβάτων του.


Σήμερα, αν δεν μάθει κανείς τι είναι το Άγιο Πνεύμα, που φώτισε τους Αποστόλους την Πεντηκοστή, κι αν δεν προσπαθήσει να οικειωθεί το φωτισμό και τη Χάρη του, δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει μαθητής Χριστού και να σωθεί. Εδώ είναι απαραίτητο να ειπούμε τι είναι ο Παράκλητος για να ξέρουμε τι μπορούμε και τι πρέπει να ζητούμε απ’ το «ομοούσιον και ομόθρονον», το «συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον» Άγιον Πνεύμα. Ένας ασκητικός συγγραφέας σημειώνει: «Το Άγιον Πνεύμα ήταν και είναι μεταληπτόν, και ου μεταληπτικόν, ήγουν, άλλοι μετέ-χουσι του Πνεύματος ως λειψοί, αυτό δε από κανένα δεν μετέχει, ότι είναι τέλειον αγιάζει και δεν αγιάζεται, θεοποιεί και δεν θεοποιείται, αείποτε το αυτό όμοιον είναι, τίποτε δεν ήλλαξεν άλλους κάμνει υιούς Θεού, και αυτό είναι Θεός, είναι και άναρχον, ότι αρχήν δεν έχει, είναι αόρατον, ότι κανείς δεν δύναται να το ειδή, είναι αχώρητον, ότι τόπος αισθητός δεν είναι να το χωρέση, είναι αναλλοίωτον, ότι ποτέ δεν άλλαξεν απ’ ο,τι ήταν, είναι αυτεξούσιον, ότι αυθέντην δεν έχει, είναι αυτοδύναμον, ότι έχει ιδίαν του δύναμιν είναι παντοδύναμον, ότι όλα τα δύναται ως Θεός όπου είναι, είναι ζωή, και δίδει ζωήν είναι φως, και δίδει φως, είναι αυτάγαθον, ότι αυτό αφ’ εαυτού του έχει το αγαθόν, ρίζα και αρχή είναι της αγαθότητος. Πνεύμα είναι ίσον, εξουσιαστικόν, αυθέντης αποστέλλει, χαρίζει το καλόν, αγιάζει τους ναούς, τόπους ετοιμάζει εις κατοικίαν του, άλλους οδηγεί εις καλόν, και αυτό δεν οδηγείται, ενεργεί ωσάν θέλει, μοιράζει όθεν βούλεται χαρίσματα. Πνεύμα είναι σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, εύσε-βείας, βουλής, ισχύος, και φόβου και από αυτό γνωρίζεται ο Πατήρ και δοξάζεται ο Υιός και μόνον εξ αυτών γινώσκεται μία δόξα, μία προσκύνησις, μία τελείωσις, μία λατρεία εις αγιασμός είναι της Αγίας Τριάδος».
Θα ήταν η πιο άκαιρη φιλολογία και αδολεσχία κάθε ενασχόληση μας γύρω απ’ το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αν δεν προσπαθούσαμε ν’ αγωνιζόμαστε πάντα, για ν’ αξιωθούμε τη χάρη και τις άχτιστες ενέργειες του παναγίου Πνεύματος, όπως οι άγιοι Απόστολοι την Πεντηκοστή.

Αλλά γι’ αυτό χρειάζεται να καταφρονέσουμε μερικά απ’ τα πράγματα του κόσμου, που μας δένουν με την αμαρτία και τη φθορά και να επιστρέψουμε, με καθαρή καρδιά και εξαγιασμένο το νου, στο «ιερό» μας ο καθένας. Χρειάζεται ν’ ανεβούμε οπωσδήποτε κι εμείς στο υπερώο, όπως οι Απόστολοι, για να κατέβει πάνω μας το Άγ. Πνεύμα. Κι αυτό θα πει, πως πρέπει ν’ ανέβουμε πάνω απ’ τα γήινα, πάνω από κάθε φιληδονία, φιλαργυρία, φιλοδοξία, κι από κάθε άλλο πάθος, που μας κατεβάζει στη λάσπη, στο σκοτεινό βυθό της αβύσσου. Όταν ανέβουμε σ’ αυτό το υπερώο και σηκωθούμε πάνω απ’ τα γήινα που σφίγγουν θανατερά την ψυχή του ανθρώπου, τότε κατεβαίνει και το Άγιο Πνεύμα σ’ εμάς. Πρέπει να νεκρώσουμε «το φρόνημα της σαρκός», που είναι θάνατος, και ν’ αποχτήσουμε «το φρόνημα του Πνεύματος», που είναι ζωή και ειρήνη (Ρωμ. η' 6). Και το φρόνημα και η χάρη του Αγίου Πνεύματος θα έρθει ανάλογα με την καθαρότητα μας. Είναι αδύνατο να δεχτούμε τη θεία χάρη σε ψυχικό χώρο ακάθαρτο, γεμάτον από δολιότητες, γήινα σωματικά πάθη και αισχρούς λογισμούς. «Αμήχανόν εστί, λέγει ο Μ. Βασίλειος, χωρητικούς ημάς γενέσθαι της Θείας χάριτος, μη τα από κακίας πάθη προκατα-σχόντα τας ψυχάς ημών εξελάσαντας». Πρέπει η ψυχή του ανθρώπου να ξεπλύνει καλά το χώρο της, ακόμα κι απ’ τους λογισμούς της αμαρτίας και των παθών, να ειρηνέψει απόλυτα για να δεχτεί σαν «πνοή βιαία», τη δρόσο και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.


Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ
ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



Πλήρης Κατάλογος