Ο άγιος Θεόδωρος ο Ταμασεύς

(4 Οκτωβρίου)



Έζησε τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Κι είναι ένας από τη μικρή εκείνη ιεραποστολική ομάδα, - οι άλλοι είναι οι άγιοι Ηρακλείδιος και Μνάσων - που με κατοικία και ορμητήριο τους μια σπηλιά στην πολυάνθρωπη Ταμασό, ανέλαβαν πρώτοι να διαλύσουν τα βαθιά σκοτάδια της ειδωλομανίας, και στη θέση τους να υψώσουν το σωστικό φως του Χρίστου, το ιλαρό φως της νέας ζωής.

Μέσα για την επιτυχία του υπέροχου σκοπού τους οι τολμηροί αυτοί χαλαστάδες του κακού και χτίστες των αρετών και του κάλου είχαν μονάχα τον λόγο του Θεού, που είναι «τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον».

Με τον λόγο του Θεού και το κήρυγμα για τον Εσταυρωμένο δούλεψαν σκληρά οι άγιοι του Θεού άνθρωποι.

Δούλεψαν για το πνευματικό ξεσκλάβωμα των συμπατριωτών τους και τη δημιουργία στην πατρίδα τους ενός καλύτερου κόσμου.

Κόσμου στον οποίο αντί του μίσους θα βασίλευε ή αγάπη, αντί της απελπισίας ή ελπίδα, αντί της ανομίας και της διαφθοράς ή δικαιοσύνη κι ή αρετή.

Μαζί με τους πρώτους αυτούς ξερριζωτές της απιστίας και φυτευτές του δένδρου της πίστεως στο προνομιούχο νησί της Κύπρου ήταν κι ο άγιος Θεόδωρος. Ήταν ένας απ' αυτούς.

Πατρίδα είχε τη μεγάλη πολιτεία της Ταμασού, που ή φήμη της τότε απλωνόταν και πέρα από την Ελληνική αυτή γωνιά εξ αίτιας του περίφημου χαλκού της και των πλουσίων σε τούτο το πολύτιμο εύρημα μεταλλείων της. Οι γονείς του ήταν ειδωλολάτρες. Ό πατέρας του μάλιστα είχε ως έργο την αγαλματοποιία. Κατασκεύαζε αγάλματα θεών, τα οποία, όταν μεγάλωσε ο γιος του Θεωνάς - αυτό ήταν τ' όνομα του πριν να βαπτισθεί - τα έπαιρνε και τα πωλούσε στην αγορά κι από τα χρήματα που έπαιρναν αποζούσαν.

Μια επιτόπια παράδοση μας αναφέρει, πώς κάποια φορά που ο Θεωνάς πήγαινε στην πόλη για να πωλήσει τα αγαλματάκια του πατέρα του, που τα είχε μέσα στο «ισάτζιν» του (σακίδιο) συνοδευόταν από τον φίλο του Μνάσωνα και τον δάσκαλο και των δύο τον άγιο Ηρακλείδιο. Τις ημέρες εκείνες είχαν πέσει καταρρακτώδεις βροχές κι ο ποταμός ό Πεδιαίος (Πιδκιάς), που πηγάζει από τα βουνά του Μαχαιρά, και χωρίζει σήμερα το Πολιτικό από το χωριό Πέρα, τότε δε την Ταμασό από το πέραν του ποταμού Πιδιά τμήμα της - γι' αυτό λέγεται και Πέρα — είχε κατεβάσει πολύ νερό κι είχε γίνει αδιάβατος. Στο θέαμα του «πολυκύμαντου» νερού ο άγιος Ηρακλείδιος κάλεσε τον Θεωνά να ρίξει μέσα στον ποταμό κανένα από τα αγαλματάκια των θεών που κρατούσε, ίσως και σταματήσουν τα νερά να τρέχουν, κι έτσι μπορέσουν να διαβούν στην άλλη μεριά:

Βάλε κανένα θεό μέσα να ρέξομεν
Ή αφήγηση του θαύματος έγινε στον αείμνηστο Νέαρχο Κληρίδη από τη Χριστινού Άναστάση από το Πολιτικό.

Έβαλεν έναν, έπήρέν τον ό ποταμός" έβαλεν άλλον, επήρέν τον τζιαί τζείνον βάλλει άλλον, τζιαι τζείνον τα ίδια. Στην υστερκάν (στο τέλος) σύρνει τους με το Ίσάτζιν έπήαν ούλλοι, τζ' ό ποταμός εν ίσταμα τα. Έστέκουνταν τζ' έδκιαλοΐζονταν ίντα λοής να ρέξουν. Ό άης Άρα κλείτης τότε έποταύρισεν το δεκανίτζιν του (βακτηρία) τζ' έσταύρωσεν τόμ ποταμόν ίσια έσταμάτησεν, τζ' έρέξασιν.

Το θαύμα αυτό του χωρισμού των νερών του Πιδιά πρέπει να έγινε φυσικά προτού να πιστεύσει στον Χριστό ο Άγιος μας. Γι' αυτό κι ή προσπάθεια του να σταματήσει το ρεύμα των νερών απέτυχε, αν και μέσα σ' αυτό έριξε όλα τα αγαλματάκια των θεών, που του έδωκε ό πατέρας του να πωλήσει.

Στη νεανική ηλικία βρίσκουμε τον Θεωνά να' ναι συνδεδεμένος στενά με τον Μνάσωνα, που ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο του Πράξεις των Αποστόλων αποκαλεί «αρχαίον μαθητήν». Με τον Μνάσωνα μάλιστα είχαν αναλάβει κι ένα ταξίδι στη Ρώμη για να λύσουν κάποιες διαφορές που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των ειδωλολατρών του Πολιτικού και του χωρίου Πέρα ποιος από τους ψευδώνυμους θεούς τους ήτο μεγαλύτερος. Εκεί στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που ήταν και το κέντρο του ειδωλολατρικού κόσμου, οι δύο φίλοι γνωρίστηκαν με μερικούς αποστόλους από τους εβδομήκοντα. Ποίοι ήσαν αυτοί οι απόστολοι δεν γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε από την ακολουθία του οσίου είναι, πώς οι δύο Κύπριοι ταξιδιώτες είχαν έρθει σε ιδιαίτερη επαφή μ' αυτούς. Στις συναντήσεις που ακολούθησαν οι απόστολοι μίλησαν στους δύο φίλους για την καινούργια πίστη. Ή διψασμένη για την αλήθεια ψυχή τους δεν χόρταινε ν' ακούει τον λόγο για τον Ιησού τον Ναζωραίο. Αύτη ή δίψα τους έκανε να εγκαταλείψουν πολύ γρήγορα τη μεγάλη πόλη Ρώμη, κι αντί να γυρίσουν στην πατρίδα τους, την Κύπρο, να τραβήξουν στα Ιεροσόλυμα. Πήγαν εκεί για να συναντήσουν τον κορυφαίο απ' τους αποστόλους, τον Πέτρο, έτσι τους τον είπαν, και τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού, τον Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή. Ή αγάπη του Θεού ευλόγησε τον πόθο τους κι αντάμειψε την αγαθή διάθεσή τους. Στην Άγια Πόλη, την Ιερουσαλήμ, συνήντησαν πραγματικά τους δύο αποστόλους κι από αυτούς άκουσαν ό,τι ζητούσαν. Από τους αυτόπτες τούτους μαθητές κι αυτήκοους μάρτυρες του Ιησού έμαθαν «καταλεπτώς» τα περιστατικό γύρω από τη Γέννηση του Θείου Βρέφους, το μεγάλωμα και τη Βάπτιση του στον Ιορδάνη ποταμό. Πληροφορήθηκαν ακόμη σχετικά τίνα για το έργο του, τη διδασκαλία και τα Θαύματα του, κι επίσης για την εκούσια Σταύρωση, την εκ νεκρών Ανάσταση, κι υστέρα από σαράντα μέρες Ανάληψη του στους ουρανούς. Επίσης απ' τους ιερούς αποστόλους έμαθαν, πώς ό Ιησούς θα ξανάρθει κάποτε, για να κρίνει ζώντας και νεκρούς. Να τιμωρήσει τους κακούς και να βραβεύ σει τους καλούς κι ενάρετους. Όλα αυτά οι δύο προσήλυτοι τα παρακολούθησαν με πολλή λαχτάρα. Κι αφού δέχτηκαν στο τέλος και το βάπτισμα, αναχώρησαν για την Κύπρο, για να συναντήσουν εδώ τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα και Μάρκο και τον οπαδό τους τον Ηρακλείδιο, που είχαν ήδη κατηχήσει και βαπτίσει. Οι δύο νεοφώτιστοι χριστιανοί χαίροντες και αγαλλόμενοι για την ευλογημένη συνάντηση με τους Αποστόλους και τον άγιο Ήρακλείδιο αντάλλαξαν μαζί τους χαιρετισμό αγάπης και παρέμειναν κοντά τους.

Λίγες μέρες μετά τη συνάντηση οι απόστολοι αναχώρησαν για την Πάφο. Τότε, σύμφωνα με το συναξάρι του οσίου, ό μεν άγιος Μνάσων έμεινε μαζί με τον δάσκαλο του, τον άγιο Ηρακλείδιο, ό δε όσιος Θεόδωρος αποχωρίστηκε κι απ' τους δύο, κι έζησε μια ασκητική ζωή.

Για τριάντα οκτώ χρόνια ο ιερός αθλητής πάλεψε έχοντας σαν κανόνα την αυστηρή εγκράτεια, στήριγμα την αδιάλειπτη προσευχή, περικεφαλαία την ταπεινοφροσύνη και σκοπό του την επικράτηση της βασιλείας του Χριστού στην αγαπημένη του πατρίδα.

Ένας συνεχής αγώνας υπήρξε ολόκληρη ή ζωή του. Τα λόγια του Κυρίου «αγωνίζεσθε εισελθείν δια της στενής πύλης» αντηχούσαν κάθε στιγμή στ' αυτιά του. Έτρωγε πολύ λίγο. Κι αυτό το νερό ακόμα το χρησιμοποιούσε κατά αραιά διαστήματα. Ήθελε τον εαυτό του ελεύθερο κι απ' αυτές τις φυσικές ανάγκες. Το πνεύμα του θεού τον είχε φωτίσει απ' την αρχή ν' αντιληφθεί, πώς ή εγκράτεια στην τροφή είναι ένα γερό χαλινάρι για να μπορεί ό άνθρωπος να συγκρατεί τις κατώτερες ορμές του. Και δεν είχε άδικο. Εκείνος που περιφρονεί την εγκράτεια καταντά κάποιες στιγμές να 'ναι σαν άλογο που δεν έχει χαλινό. Ή εγκράτεια των τροφών εξασθενεί και τα διάφορα πάθη καθώς και τις σαρκικές ορμές, που ακατάπαυστα βασανίζουν τον άνθρωπο και μάλιστα στη νεανική ηλικία.

Για ενίσχυση τούτου του αγώνα του χρησιμοποιούσε πλούσια το στήριγμα κάθε ευγενικής προσπάθειας, την προσευχή. Ζωσμένος με σίδερα στη μέση περνούσε τις περισσότερες ώρες της νύχτας και της μέρας με τη σκέψη του στραμμένη στο θέλημα του Θεού και τα χέρια υψωμένα σε προσευχή.

Το οικοδόμημα της χριστιανικής ζωής του, ο άγιος στήριζε στην ταπεινοφροσύνη. «Πάς ά ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται», έλεγε συχνά στους ακροατές του. «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος», πρόσθετε με αγάπη και καλοσύνη. Έτσι ή ζωή του έγινε μια επίμονη πορεία προς την αρετή, προς την τελειότητα, προς την αγαθότητα. Άλλα και το καλύτερο, το ζωντανότερο κήρυγμα για κείνους που τον επεσκέπτοντο ή που επισκεπτόταν ο ίδιος.

Έτσι έζησε ο όσιος. Με σύνθημα την αρετή και βοήθεια τα πολλά θαύματα, που έκαμνε με τη χάρη του Θεού, πρόβαλλε πειστικά το Ιερό έργο που επιτελούσε, το έργο της σωτηρίας ψυχών.

Όταν έφτασε ή ώρα ν' αφήσει την πρόσκαιρη τούτη ζωή, ό άγιος προαισθάνθηκε τον θάνατο του, κάλεσε κοντά του τον Ροδώνα, ένα από την Ιεραποστολική ομάδα και τρίτο κατά σειρά επίσκοπο της αρχαίας Ταμασού, και του ανέθεσε να συγγράψει τα έργα του αγίου Ήρακλειδίου και του Μνάσωνος για οικοδομή των πιστών. Σ' αυτόν παρέδωκε κι ό ίδιος τα απομνημονεύματα που είχε γράψει μέχρι της ημέρας εκείνης για τους δύο αγίους. Ύστερα φώναξε κοντά του μερικά απ' τα πνευματικά του παιδιά, τα νουθέτησε, τα στήριξε με την τελευταία διδασκαλία του και γαλήνιος παρέδωκε τη μακάρια ψυχή του στα χέρια του Θεού στις 4 του Οκτώβρη.

Οι άγιοι Ήρακλείδιος και Μνάσων, μαζί με τους άλλους πιστούς αδελφούς, με πολλή λύπη κήδευσαν το άγιο λείψανο και το έθαψαν στον ίδιο τάφο, που είχαν θάψει πρωτύτερα και τον πατέρα του Χρύσιππο.

Ένα από τα νεώτερα θαύματα του αγίου θα αναφέρουμε κι εδώ, όπως το διηγήθηκε ό Γεώργιος Χατζηαποστόλης, αυτόπτης μάρτυρας (1888): Το αντιγράφουμε από το βιβλίο «Ό άγιος Ήρακλείδιος» του αεί μνηστου Ί.Π. Τσικνοπούλου.

— Τον τζαιρόν που έχτίζετουν ή εκκλησιά μας, ήμουν έτσι μιτσής, άμμά άθθυμούμαι καλά, γιατί ή εκκλησιά μας πριν, ήτουμ με τα βολίτζια με το δώμαν, τζαί μέσ' στόσ σιειμώνα που έβρεσιεν έστασσεμ πάνω μας.

Έθελήσαν οι γοννιοί μας να τήχ χαλάσουν τζιαί να χτίσουν άλλην, άμμά ριάλια εν είχασιν.

Ήντα'μ πόθθε να κάμουν; έποφασίσαν να πουλήσουν τα χωράφκια της εκκλησιάς τζιί έγόρασέν τα ό μακαρίτης ό τζύρης μου 'τζα'ι άρκινή σαν τζα'ι έχτιζαν.

Άμα τζαί έχτίσαγ κάμποσες ήμερες, έλείφτηκαν τον ύψο. Λαλεί τους ό μάστρος τους άρκάτες: «Έ κοπέλια, αύριον εν ίχτίζουμεγ, γιατί εν έχουμε ύψο». Λαλούν του οι άρκάτες του μάστρου: «Έ ήντα 'μ πού 'ννα κάμουμε, μάστρε; να ξαρκούμε;» Λαλεί ό μάστρος: «Έν ήξέρεις' ως αύ ριον αν ό άγιος μας έγ κάμη κανέναθ θάμμα!»

Είσιεν τζα'ι έναγ καμηλάρημ που έφερνεν ταχτικά ύψον εις την έκκλησιάμ μας, τζα'ι τζείνην την ήμέραν έδωκελ λόον να πάει στα Λεύ καρα να πάρει άσιερον. Την νύχτα έπήεν ό άϊος είς τον ύπνον του τζαί λαλεί του. «Να πάεις να πάρεις ύψον εις την έκκλησιάν του Πολιτικού».

Έσηκώθην τζαί ό καμηλάρης την αύγήν να φορτώσει άσιερον να πάει στα Λεύκαρα. Έτράβησεν τές καμήλες έξω νά φορτώσει. Έτράβησεν τόγ κάμηλομ πρώτα να τόφ φορτώσει, άμμά έστάθην αδύνατον να τον κάμει να κάτσει: ό κάμηλος έμουγγάριζεν τζαί έβούραμ πάνω του να τόφ φάει.

Άμα τζιαί είδεν ό καμηλάρης πώς, εν ήμπόρεσεν να φορτώσει, έπήεν τζαί έδησεν τές καμήλες μέσ' στον στάβλον, τζαί έπήεν τζαί έππεσεν. Όσον τζαι έππεσεν τζαί εκαμεν να τόμ πάρει ό ύπνος, πάλε έπήεν ό άϊος τζαί λαλεί του. «Να πάεις να φορτώσεις ύψον να πάρεις στην έκκλησιάν του Πολιτικού».

Έσηκώθημ πάλι ό καμηλάρης να φορτώσει άσιερον να πάει οτά Λεύκα ρα. Τραβά τές καμήλες έξω να τις φορτώσει. Πάλι εν έγονάτισε ό κάμηλος· έτράβαν να φύει. Έδησεν τές έσσω πάλε, τζαί έπήεν τζιαί έππεσεν. Εν έπέρασεμ πολλή ώρα, τζιαί πάλε πάει ό άϊος τρίτηφ φοράγ τζαί λαλεί του. «Να πάεις να φορτώσεις ύψον να πάρεις στην έκκλησιάν του Πολιτικού».

Άμα τζαί έξημέρωσεμ πκιόν, ήντα 'μ 'ποθεννά κάμει τζαί ό καμηλάρης; έπήεν να φορτώσει ύψον, αφού εν έμπόρεσεν να πάει στα Λεύκαρα.

(Κοντά στο χωριό Τσέρι υπάρχει μια τοποθεσία που λέγεται Κουτσό-πουλλος, και υπήρχε εκεί γυψοποιείο. Δεν ξέρω αν υπάρχει και σήμερα).

Το λοιπόν, έπήεν ό καμηλάρης, ηύρεν τον υψάρην τζαι λαλεί του, (άφού πρώτα τον έχαιρέτησεν)! «Μάστρε, έσιεις κανέναφ φόρτωμαν ύψογ για την έκκλησιάν του Πολιτικού;» Λαλεί του «Έχω». Λαλεί ό καμη λάρης «Να φορτώσω να πάω, τζαί για τα ριάλια κάμνετε καλά». Λαλεί του τζαί ό ύψάρης «Έλα, φόρτωσε, τζαί έχουμε τόλ λόον».

Έτράβησεν τις καμήλες να φορτώσει- ετράβησεν τόγ κάμηλομ πρώτα. Όσον τζαί έτράβησέν τόγ κοντά στα γομάρκα, έγονάτισεμ μανιχός του.

Έφόρτωσεν ο καμηλάρης, ήρτεν εις το χωρκό στην έκκλησιάν. Όσον τζαί θωρεί τον ο μάστρος, δηλαδή ο χτίστης, «ω, χαΐρ, όλάν, Κωνσταντή, πώς μας άθθυμήθηκες;» Λαλεί του τζαί ο καμηλάρης «Άφής με, μάστρε, να κατεβάσω τα γομάρκα και να σας κάμω την ίστορίαν».

Αφού έπροσκύνησε πρώτα τον άγιο, διηγήθηκε στους παρευρισκο μένους το θαύμα του αγίου Θεοδώρου βεβαιώνοντας, πως αυτός ο ίδιος ο άγιος είναι που πήγε τη νύχτα στον ύπνο του.

Με την ψυχή νοερά γονατισμένη μπροστά στον άγιο Θεόδωρο ας ψάλλει ευλαβικά και κάθε πιστός μαζί με τον υμνογράφο τούτα τα λόγια, που είναι και σήμερα τόσον επίκαιρα:

Ρύσαι την τιμώσάν σε ποίμνην, βαρβάρων αλώσεως, ιερώτατε, σεισμού καταπτώσεως, ανθρώπων παρανόμων, και σκανδάλων του Βελίαρ.
 


Απολυτίκιο

Εν σοι πάτερ ακριβώς...
 

 

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ